Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομή
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἄποτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέχω
ἀποτρίβω
ἀποτρόπαιος
View word page
ἀποτμητέος
ἀποτμητέος ἀποτέμνω one must cut off, τῆς χώρας a portion of it, Plat.
ShortDef
one must cut off
Debugging
Headword:
ἀποτμητέος
Headword (normalized):
ἀποτμητέος
Headword (normalized/stripped):
αποτμητεος
IDX:
4499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4501
Key:
a)potmhte/os
Data
{'content': 'ἀποτμητέος\n ἀποτέμνω\n one must cut off, τῆς χώρας a portion of it, Plat.', 'key': 'a)potmhte/os'}