Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδιόρθωτος
ἀδίστακτος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἄδολος
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξία
ἄδοξος
ἅδος
ἄδοτος
ἄδουλος
ἀδούπητος
View word page
ἀδολεσχία
ἀδολεσχία From ἀδολέσχης garrulity, idle talk, Ar., Plat., etc.; Theophr. wrote περὶ ἀδολεσχίας.

ShortDef

garrulity, idle talk

Debugging

Headword:
ἀδολεσχία
Headword (normalized):
ἀδολεσχία
Headword (normalized/stripped):
αδολεσχια
IDX:
450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n450
Key:
a)dolesxi/a

Data

{'content': 'ἀδολεσχία\n From ἀδολέσχης\n garrulity, idle talk, Ar., Plat., etc.; Theophr. wrote περὶ ἀδολεσχίας.', 'key': 'a)dolesxi/a'}