Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἀβροτάζω
ἁβρότης
View word page
ἁβρόγοος
ἁβρόγοος wailing womanishly, Aesch.

ShortDef

wailing womanishly

Debugging

Headword:
ἁβρόγοος
Headword (normalized):
ἁβρόγοος
Headword (normalized/stripped):
αβρογοος
IDX:
45
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n45
Key:
a(bro/goos

Data

{'content': 'ἁβρόγοος\n wailing womanishly, Aesch.', 'key': 'a(bro/goos'}