Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποτελέω
ἀποτέμνω
ἀπότευξις
ἀποτῆλε
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομή
ἀπότομος
View word page
ἀποτίμησις
ἀποτίμησις ἀποτίμημα a mortgaging, Dem. the Rom. census, Plut.

ShortDef

a mortgaging

Debugging

Headword:
ἀποτίμησις
Headword (normalized):
ἀποτίμησις
Headword (normalized/stripped):
αποτιμησις
IDX:
4493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4495
Key:
a)poti/mhsis

Data

{'content': 'ἀποτίμησις\n ἀποτίμημα\n a mortgaging, Dem.\n the Rom. census, Plut.', 'key': 'a)poti/mhsis'}