Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποτελευτάω
ἀποτελέω
ἀποτέμνω
ἀπότευξις
ἀποτῆλε
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
ἄποτμος
ἀποτολμάω
ἀποτομή
View word page
ἀποτίμημα
ἀποτίμημα ἀποτῑμάω a mortgage, security, Dem.

ShortDef

a mortgage, security

Debugging

Headword:
ἀποτίμημα
Headword (normalized):
ἀποτίμημα
Headword (normalized/stripped):
αποτιμημα
IDX:
4492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4494
Key:
a)poti/mhma

Data

{'content': 'ἀποτίμημα\n ἀποτῑμάω\n a mortgage, security, Dem.', 'key': 'a)poti/mhma'}