Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτελευτάω
ἀποτελέω
ἀποτέμνω
ἀπότευξις
ἀποτῆλε
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
ἄποτμος
View word page
ἀπότιλμα
ἀπότιλμα from ἀποτίλλω a piece plucked off, Theocr.

ShortDef

a piece plucked off

Debugging

Headword:
ἀπότιλμα
Headword (normalized):
ἀπότιλμα
Headword (normalized/stripped):
αποτιλμα
IDX:
4490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4492
Key:
a)po/tilma

Data

{'content': 'ἀπότιλμα\n from ἀποτίλλω\n a piece plucked off, Theocr.', 'key': 'a)po/tilma'}