Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτελευτάω
ἀποτελέω
ἀποτέμνω
ἀπότευξις
ἀποτῆλε
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
ἀποτίμησις
ἀπότιμος
ἀποτινάσσω
ἀποτίνω
ἀποτιστέος
ἀποτμήγω
ἀποτμητέος
View word page
ἀποτίλλω
ἀποτίλλω to pluck or pull out, τὰς τρίχας Hdt.; οὐδὲν ἀποτίλας without pulling off any of the fur, Hdt.
ShortDef
to pluck
Debugging
Headword:
ἀποτίλλω
Headword (normalized):
ἀποτίλλω
Headword (normalized/stripped):
αποτιλλω
IDX:
4489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4491
Key:
a)poti/llw
Data
{'content': 'ἀποτίλλω\n to pluck or pull out, τὰς τρίχας Hdt.; οὐδὲν ἀποτίλας without pulling off any of the fur, Hdt.', 'key': 'a)poti/llw'}