Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσχοινίζω
ἀποσῴζω
ἀπότακτος
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀποταφρεύω
ἀποτείνω
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτελευτάω
ἀποτελέω
ἀποτέμνω
ἀπότευξις
ἀποτῆλε
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιμάω
ἀποτίμημα
View word page
ἀποτελευτάω
ἀποτελευτάω intr. to end, εἴς τι in a thing, Plat.
ShortDef
to end
Debugging
Headword:
ἀποτελευτάω
Headword (normalized):
ἀποτελευτάω
Headword (normalized/stripped):
αποτελευταω
IDX:
4482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4484
Key:
a)poteleuta/w
Data
{'content': 'ἀποτελευτάω\n intr. to end, εἴς τι in a thing, Plat.', 'key': 'a)poteleuta/w'}