Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσχίζω
ἀποσχοινίζω
ἀποσῴζω
ἀπότακτος
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀποταφρεύω
ἀποτείνω
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτελευτάω
ἀποτελέω
ἀποτέμνω
ἀπότευξις
ἀποτῆλε
ἀποτηλοῦ
ἀποτίθημι
ἀποτίλλω
ἀπότιλμα
ἀποτιμάω
View word page
ἀποτείχισμα
ἀποτείχισμα From ἀποτειχίζω a wall built to blockade, lines of blockade, Thuc., Xen.
ShortDef
a wall built to blockade, lines of blockade
Debugging
Headword:
ἀποτείχισμα
Headword (normalized):
ἀποτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
αποτειχισμα
IDX:
4481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4483
Key:
a)potei/xisma
Data
{'content': 'ἀποτείχισμα\n From ἀποτειχίζω\n a wall built to blockade, lines of blockade, Thuc., Xen.', 'key': 'a)potei/xisma'}