Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσφάλλω
ἀποσφίγγω
ἀποσφραγίζω
ἀποσχαλίδωμα
ἀποσχίζω
ἀποσχοινίζω
ἀποσῴζω
ἀπότακτος
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀποταφρεύω
ἀποτείνω
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτελευτάω
ἀποτελέω
ἀποτέμνω
ἀπότευξις
ἀποτῆλε
ἀποτηλοῦ
View word page
ἀποταφρεύω
ἀποταφρεύω to fence off with a ditch, Xen.
ShortDef
to fence off with a ditch
Debugging
Headword:
ἀποταφρεύω
Headword (normalized):
ἀποταφρεύω
Headword (normalized/stripped):
αποταφρευω
IDX:
4477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4479
Key:
a)potafreu/w
Data
{'content': 'ἀποταφρεύω\n to fence off with a ditch, Xen.', 'key': 'a)potafreu/w'}