Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποστύφω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυρίζω
ἀποσύρω
ἀποσφάζω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφάλλω
ἀποσφίγγω
ἀποσφραγίζω
ἀποσχαλίδωμα
ἀποσχίζω
ἀποσχοινίζω
ἀποσῴζω
ἀπότακτος
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀποταφρεύω
ἀποτείνω
ἀποτειχίζω
View word page
ἀποσφραγίζω
ἀποσφραγίζω to seal up, Plut.:—so in Mid., Eur.

ShortDef

to seal up

Debugging

Headword:
ἀποσφραγίζω
Headword (normalized):
ἀποσφραγίζω
Headword (normalized/stripped):
αποσφραγιζω
IDX:
4469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4471
Key:
a)posfragi/zw

Data

{'content': 'ἀποσφραγίζω\n to seal up, Plut.:—so in Mid., Eur.', 'key': 'a)posfragi/zw'}