Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυρίζω
ἀποσύρω
ἀποσφάζω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφάλλω
ἀποσφίγγω
ἀποσφραγίζω
ἀποσχαλίδωμα
ἀποσχίζω
ἀποσχοινίζω
ἀποσῴζω
ἀπότακτος
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀποταφρεύω
ἀποτείνω
View word page
ἀποσφίγγω
ἀποσφίγγω to compress, Luc.: Pass., λόγος ἀπεσφιγμένος a close-packed style, Luc.
ShortDef
to compress
Debugging
Headword:
ἀποσφίγγω
Headword (normalized):
ἀποσφίγγω
Headword (normalized/stripped):
αποσφιγγω
IDX:
4468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4470
Key:
a)posfi/ggw
Data
{'content': 'ἀποσφίγγω\n to compress, Luc.: Pass., λόγος ἀπεσφιγμένος a close-packed style, Luc.', 'key': 'a)posfi/ggw'}