Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀπόστροφος
ἀποστυγέω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυρίζω
ἀποσύρω
ἀποσφάζω
ἀποσφακελίζω
ἀποσφάλλω
ἀποσφίγγω
ἀποσφραγίζω
ἀποσχαλίδωμα
View word page
ἀποσυκάζω
ἀποσυκάζω to squeeze figs, to try whether they are ripe, Ar.

ShortDef

to squeeze figs

Debugging

Headword:
ἀποσυκάζω
Headword (normalized):
ἀποσυκάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσυκαζω
IDX:
4460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4462
Key:
a)posuka/zw

Data

{'content': 'ἀποσυκάζω\n to squeeze figs, to try whether they are ripe, Ar.', 'key': 'a)posuka/zw'}