Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδικία
ἀδίκιον
ἄδικος
ἀδινός
ἀδιόρθωτος
ἀδίστακτος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἄδολος
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξία
ἄδοξος
View word page
ἀδοκίμαστος
ἀδοκίμαστος δοκιμάζω untried, unproved, in regard to civic rights, Lys., etc.

ShortDef

untried, unproved

Debugging

Headword:
ἀδοκίμαστος
Headword (normalized):
ἀδοκίμαστος
Headword (normalized/stripped):
αδοκιμαστος
IDX:
446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n446
Key:
a)doki/mastos

Data

{'content': 'ἀδοκίμαστος\n δοκιμάζω\n untried, unproved, in regard to civic rights, Lys., etc.', 'key': 'a)doki/mastos'}