Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀπόστροφος
ἀποστυγέω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυκάζω
ἀποσυλάω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυρίζω
View word page
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρατοπεδεύομαι Dep. to encamp away from, τινός Xen.; ἀπ. πρόσω to encamp at a distance, Xen.
ShortDef
to encamp away from
Debugging
Headword:
ἀποστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized):
ἀποστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστρατοπεδευομαι
IDX:
4453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4455
Key:
a)postratopedeu/omai
Data
{'content': 'ἀποστρατοπεδεύομαι\n Dep. to encamp away from, τινός Xen.; ἀπ. πρόσω to encamp at a distance, Xen.', 'key': 'a)postratopedeu/omai'}