Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀπόστροφος
ἀποστυγέω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυκάζω
View word page
ἀπόστολος
ἀπόστολος ἀποστέλλω a messenger, ambassador, envoy, Hdt. a sacred messenger, an Apostle, NTest. = στόλος, a naval squadron or expedition, Dem., etc.

ShortDef

a messenger, ambassador, envoy

Debugging

Headword:
ἀπόστολος
Headword (normalized):
ἀπόστολος
Headword (normalized/stripped):
αποστολος
IDX:
4450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4452
Key:
a)po/stolos

Data

{'content': 'ἀπόστολος\n ἀποστέλλω\n a messenger, ambassador, envoy, Hdt.\n a sacred messenger, an Apostle, NTest.\n = στόλος, a naval squadron or expedition, Dem., etc.', 'key': 'a)po/stolos'}