Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδικητέον
ἀδικία
ἀδίκιον
ἄδικος
ἀδινός
ἀδιόρθωτος
ἀδίστακτος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἄδολος
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδοξία
View word page
ἀδόκητος
ἀδόκητος δοκέω unexpected, Hes., Soph., etc.; τὸ ἀδ. the unexpectedness, Thuc. adv. -τως, Thuc.; so ἀδόκητα as adv., Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου Thuc.

ShortDef

unexpected

Debugging

Headword:
ἀδόκητος
Headword (normalized):
ἀδόκητος
Headword (normalized/stripped):
αδοκητος
IDX:
445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n445
Key:
a)do/khtos

Data

{'content': 'ἀδόκητος\n δοκέω\n unexpected, Hes., Soph., etc.; τὸ ἀδ. the unexpectedness, Thuc.\n adv. -τως, Thuc.; so ἀδόκητα as adv., Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου Thuc.', 'key': 'a)do/khtos'}