Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀπόστροφος
ἀποστυγέω
View word page
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλεγγίζω στλεγγίς to scrape with a strigil:— Mid. to scrape oneself clean, Xen.; perf. pass. part. ἀπεστλεγγισμένοι, scraped clean, fresh from the bath, Ar.

ShortDef

to scrape with a strigil

Debugging

Headword:
ἀποστλεγγίζω
Headword (normalized):
ἀποστλεγγίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστλεγγιζω
IDX:
4447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4449
Key:
a)postleggi/zw

Data

{'content': 'ἀποστλεγγίζω\n στλεγγίς\n to scrape with a strigil:— Mid. to scrape oneself clean, Xen.; perf. pass. part. ἀπεστλεγγισμένοι, scraped clean, fresh from the bath, Ar.', 'key': 'a)postleggi/zw'}