Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀπόστροφος
View word page
ἀποστίλβω
ἀποστίλβω to be bright from or with oil, c. gen., ἀπ. ἀλείφατος Od.
ShortDef
to be bright from
Debugging
Headword:
ἀποστίλβω
Headword (normalized):
ἀποστίλβω
Headword (normalized/stripped):
αποστιλβω
IDX:
4446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4448
Key:
a)posti/lbw
Data
{'content': 'ἀποστίλβω\n to be bright from or with oil, c. gen., ἀπ. ἀλείφατος Od.', 'key': 'a)posti/lbw'}