Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
View word page
ἀποστιλβόω
ἀποστιλβόω to make to shine, Anth.
ShortDef
to make to shine
Debugging
Headword:
ἀποστιλβόω
Headword (normalized):
ἀποστιλβόω
Headword (normalized/stripped):
αποστιλβοω
IDX:
4445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4447
Key:
a)postilbo/w
Data
{'content': 'ἀποστιλβόω\n to make to shine, Anth.', 'key': 'a)postilbo/w'}