Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
View word page
ἀποστηρίζομαι
ἀποστηρίζομαι Mid. to fix firmly, Anth.
ShortDef
to fix firmly
Debugging
Headword:
ἀποστηρίζομαι
Headword (normalized):
ἀποστηρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστηριζομαι
IDX:
4444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4446
Key:
a)posthri/zomai
Data
{'content': 'ἀποστηρίζομαι\n Mid. to fix firmly, Anth.', 'key': 'a)posthri/zomai'}