Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
View word page
ἀπόστημα
ἀπόστημα ἀφίσταμαι distance, interval, τοῖς ἀπ. πρὸς τοὺς γονεῖς in point of intervals, in relation to oneʼs parents, Arist.

ShortDef

distance, interval

Debugging

Headword:
ἀπόστημα
Headword (normalized):
ἀπόστημα
Headword (normalized/stripped):
αποστημα
IDX:
4443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4445
Key:
a)po/sthma

Data

{'content': 'ἀπόστημα\n ἀφίσταμαι\n distance, interval, τοῖς ἀπ. πρὸς τοὺς γονεῖς in point of intervals, in relation to oneʼs parents, Arist.', 'key': 'a)po/sthma'}