Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράτηγος
View word page
ἀποστερίσκω
ἀποστερίσκω ἀποστερέω = ἀποστερέω

ShortDef

rob

Debugging

Headword:
ἀποστερίσκω
Headword (normalized):
ἀποστερίσκω
Headword (normalized/stripped):
αποστερισκω
IDX:
4442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4444
Key:
a)posteri/skw

Data

{'content': 'ἀποστερίσκω\n ἀποστερέω\n = ἀποστερέω', 'key': 'a)posteri/skw'}