Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
View word page
ἀποστερητικός
ἀποστερητικός From ἀποστερέω of or for cheating, γνώμη ἀπ. τόκου a device for cheating one of his interest, Ar.; so fem. ἀποστερητρίς.

ShortDef

of or for cheating

Debugging

Headword:
ἀποστερητικός
Headword (normalized):
ἀποστερητικός
Headword (normalized/stripped):
αποστερητικος
IDX:
4441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4443
Key:
a)posterhtiko/s

Data

{'content': 'ἀποστερητικός\n From ἀποστερέω\n of or for cheating, γνώμη ἀπ. τόκου a device for cheating one of his interest, Ar.; so fem. ἀποστερητρίς.', 'key': 'a)posterhtiko/s'}