Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
ἀπόστολος
View word page
ἀποστερητής
ἀποστερητής from ἀποστερέω a depriver, robber, Plat.

ShortDef

a depriver, robber

Debugging

Headword:
ἀποστερητής
Headword (normalized):
ἀποστερητής
Headword (normalized/stripped):
αποστερητης
IDX:
4440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4442
Key:
a)posterhth/s

Data

{'content': 'ἀποστερητής\n from ἀποστερέω\n a depriver, robber, Plat.', 'key': 'a)posterhth/s'}