Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
ἀποστολεύς
ἀποστολή
View word page
ἀποστέρησις
ἀποστέρησις from ἀποστερέω deprivation, τῆς ἀκοῆς Thuc.
ShortDef
deprivation
Debugging
Headword:
ἀποστέρησις
Headword (normalized):
ἀποστέρησις
Headword (normalized/stripped):
αποστερησις
IDX:
4439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4441
Key:
a)poste/rhsis
Data
{'content': 'ἀποστέρησις\n from ἀποστερέω\n deprivation, τῆς ἀκοῆς Thuc.', 'key': 'a)poste/rhsis'}