Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζω
View word page
ἀποστέργω
ἀποστέργω to love no more, Theocr.:—hence to put away from one, reject, Lat. abominari, Aesch.
ShortDef
to love no more
Debugging
Headword:
ἀποστέργω
Headword (normalized):
ἀποστέργω
Headword (normalized/stripped):
αποστεργω
IDX:
4437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4439
Key:
a)poste/rgw
Data
{'content': 'ἀποστέργω\n to love no more, Theocr.:—hence to put away from one, reject, Lat. abominari, Aesch.', 'key': 'a)poste/rgw'}