Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
View word page
ἀποστενόω
ἀποστενόω to straiten, block up: Pass., 3rd sg. plup. pass. ἀπεστείνωτο Theocr.

ShortDef

to straiten, block up

Debugging

Headword:
ἀποστενόω
Headword (normalized):
ἀποστενόω
Headword (normalized/stripped):
αποστενοω
IDX:
4436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4438
Key:
a)posteno/w

Data

{'content': 'ἀποστενόω\n to straiten, block up: Pass., 3rd sg. plup. pass. ἀπεστείνωτο Theocr.', 'key': 'a)posteno/w'}