Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστηρίζομαι
View word page
ἀποστείχω
ἀποστείχω to go away, to go home, Od., Hdt.; imperat. ἀπόστιχε Il., Hdt.

ShortDef

to go away, to go home

Debugging

Headword:
ἀποστείχω
Headword (normalized):
ἀποστείχω
Headword (normalized/stripped):
αποστειχω
IDX:
4434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4436
Key:
a)postei/xw

Data

{'content': 'ἀποστείχω\n to go away, to go home, Od., Hdt.; imperat. ἀπόστιχε Il., Hdt.', 'key': 'a)postei/xw'}