Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποστάζω
ἀποστασία
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερίσκω
View word page
ἀποστεγάζω
ἀποστεγάζω to uncover: to take off a roof, NTest.
ShortDef
to uncover: to take off
Debugging
Headword:
ἀποστεγάζω
Headword (normalized):
ἀποστεγάζω
Headword (normalized/stripped):
αποστεγαζω
IDX:
4432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4434
Key:
a)postega/zw
Data
{'content': 'ἀποστεγάζω\n to uncover: to take off a roof, NTest.', 'key': 'a)postega/zw'}