ἀποστατικός
ἀποστατικός
From ἀποστάτης
of or for rebels, Plut.:—adv., ἀποστατικῶς ἔχειν to be ready for revolt, Plut.
{
"content": "ἀποστατικός\n From ἀποστάτης\n of or for rebels, Plut.:—adv., ἀποστατικῶς ἔχειν to be ready for revolt, Plut.",
"key": "a)postatiko/s"
}