Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσποδέω
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστασία
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
View word page
ἀποστατικός
ἀποστατικός From ἀποστάτης of or for rebels, Plut.:—adv., ἀποστατικῶς ἔχειν to be ready for revolt, Plut.
ShortDef
of or for rebels, rebellious
Debugging
Headword:
ἀποστατικός
Headword (normalized):
ἀποστατικός
Headword (normalized/stripped):
αποστατικος
IDX:
4430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4432
Key:
a)postatiko/s
Data
{'content': 'ἀποστατικός\n From ἀποστάτης\n of or for rebels, Plut.:—adv., ἀποστατικῶς ἔχειν to be ready for revolt, Plut.', 'key': 'a)postatiko/s'}