Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσπεύδω
ἀποσποδέω
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστασία
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενόω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
View word page
ἀποστάτης
ἀποστάτης ἀφίσταμαι a runaway slave: a deserter, rebel, Plut.
ShortDef
a runaway slave: a deserter, rebel
Debugging
Headword:
ἀποστάτης
Headword (normalized):
ἀποστάτης
Headword (normalized/stripped):
αποστατης
IDX:
4429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4431
Key:
a)posta/ths
Data
{'content': 'ἀποστάτης\n ἀφίσταμαι\n a runaway slave: a deserter, rebel, Plut.', 'key': 'a)posta/ths'}