Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικητέον
ἀδικία
ἀδίκιον
ἄδικος
ἀδινός
ἀδιόρθωτος
ἀδίστακτος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
ἄδολος
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
View word page
ἀδμής
ἀδμής poetic for ἀδάματος, untamed, of cattle, Od. of maidens, unwedded, Od.
ShortDef
untamed
Debugging
Headword:
ἀδμής
Headword (normalized):
ἀδμής
Headword (normalized/stripped):
αδμης
IDX:
443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n443
Key:
a)dmh/s
Data
{'content': 'ἀδμής\n poetic for ἀδάματος,\n untamed, of cattle, Od.\n of maidens, unwedded, Od.', 'key': 'a)dmh/s'}