Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόσπασμα
ἀποσπάς
ἀποσπάω
ἀποσπένδω
ἀποσπεύδω
ἀποσποδέω
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστασία
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
View word page
ἀπόστασις
ἀπόστασις ἀφίσταμαι a standing away from, and so, a defection, revolt, ἀπό τινος or τινος Hdt., Thuc.; πρός τινα Thuc. departure from, βίου Eur. distance, interval, Plat.
ShortDef
a standing away from
Debugging
Headword:
ἀπόστασις
Headword (normalized):
ἀπόστασις
Headword (normalized/stripped):
αποστασις
IDX:
4425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4427
Key:
a)po/stasis
Data
{'content': 'ἀπόστασις\n ἀφίσταμαι\n a standing away from, and so,\n a defection, revolt, ἀπό τινος or τινος Hdt., Thuc.; πρός τινα Thuc.\n departure from, βίου Eur.\n distance, interval, Plat.', 'key': 'a)po/stasis'}