Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσοβέω
ἀποσπάδιος
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
ἀποσπάς
ἀποσπάω
ἀποσπένδω
ἀποσπεύδω
ἀποσποδέω
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστασία
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
View word page
ἀποσταδόν
ἀποσταδόν ἀφίστημι standing aloof, Hom.
ShortDef
standing aloof
Debugging
Headword:
ἀποσταδόν
Headword (normalized):
ἀποσταδόν
Headword (normalized/stripped):
αποσταδον
IDX:
4421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4423
Key:
a)postado/n
Data
{'content': 'ἀποσταδόν\n ἀφίστημι\n standing aloof, Hom.', 'key': 'a)postado/n'}