Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσπάδιος
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
ἀποσπάς
ἀποσπάω
ἀποσπένδω
ἀποσπεύδω
ἀποσποδέω
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστασία
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
View word page
ἀποσποδέω
ἀποσποδέω to wear quite off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to walk oneʼs toes off, Ar.

ShortDef

to wear quite off

Debugging

Headword:
ἀποσποδέω
Headword (normalized):
ἀποσποδέω
Headword (normalized/stripped):
αποσποδεω
IDX:
4420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4422
Key:
a)pospode/w

Data

{'content': 'ἀποσποδέω\n to wear quite off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to walk oneʼs toes off, Ar.', 'key': 'a)pospode/w'}