Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσμικρύνω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσπάδιος
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
ἀποσπάς
ἀποσπάω
ἀποσπένδω
ἀποσπεύδω
ἀποσποδέω
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστασία
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
View word page
ἀποσπεύδω
ἀποσπεύδω to be zealous in preventing a thing, Hdt.; c. acc. et inf., ἀπ. hέρξεα στρατεύεσθαι Hdt.
ShortDef
to be zealous in preventing
Debugging
Headword:
ἀποσπεύδω
Headword (normalized):
ἀποσπεύδω
Headword (normalized/stripped):
αποσπευδω
IDX:
4419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4421
Key:
a)pospeu/dw
Data
{'content': 'ἀποσπεύδω\n to be zealous in preventing a thing, Hdt.; c. acc. et inf., ἀπ. hέρξεα στρατεύεσθαι Hdt.', 'key': 'a)pospeu/dw'}