Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποσκόπιος
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσπάδιος
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
ἀποσπάς
ἀποσπάω
ἀποσπένδω
ἀποσπεύδω
ἀποσποδέω
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστασία
View word page
ἀποσπάραγμα
ἀποσπάραγμα = ἀπόσπασμα, Anth. From ἀποσπαράσσω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποσπάραγμα
Headword (normalized):
ἀποσπάραγμα
Headword (normalized/stripped):
αποσπαραγμα
IDX:
4413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4415
Key:
a)pospa/ragma

Data

{'content': 'ἀποσπάραγμα\n = ἀπόσπασμα, Anth.\n From ἀποσπαράσσω', 'key': 'a)pospa/ragma'}