ἀποσπάδιος
ἀποσπάδιος
ἀποσπάω
torn off or away, ἀποσπάδιον, ου, τό, ἀπόσπασμα, Anth.
{
"content": "ἀποσπάδιος\n ἀποσπάω\n torn off or away, ἀποσπάδιον, ου, τό, ἀπόσπασμα, Anth.",
"key": "a)pospa/dios"
}