Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκλῆναι
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσπάδιος
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
ἀποσπάς
ἀποσπάω
ἀποσπένδω
ἀποσπεύδω
View word page
ἀποσμικρύνω
ἀποσμικρύνω to diminish, Luc.
ShortDef
to diminish
Debugging
Headword:
ἀποσμικρύνω
Headword (normalized):
ἀποσμικρύνω
Headword (normalized/stripped):
αποσμικρυνω
IDX:
4409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4411
Key:
a)posmikru/nw
Data
{'content': 'ἀποσμικρύνω\n to diminish, Luc.', 'key': 'a)posmikru/nw'}