Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀποσκιάζω
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκλῆναι
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσπάδιος
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
ἀποσπάς
ἀποσπάω
ἀποσπένδω
View word page
ἀποσμήχω
ἀποσμήχω = ἀποσμάω

ShortDef

wipe off

Debugging

Headword:
ἀποσμήχω
Headword (normalized):
ἀποσμήχω
Headword (normalized/stripped):
αποσμηχω
IDX:
4408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4410
Key:
a)posmh/xw

Data

{'content': 'ἀποσμήχω\n = ἀποσμάω', 'key': 'a)posmh/xw'}