Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσκήπτω
ἀποσκιάζω
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκλῆναι
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσπάδιος
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
ἀποσπάς
ἀποσπάω
View word page
ἀποσμάω
ἀποσμάω to wipe off dirt, Luc.: Pass. to be wiped clean, Luc.
ShortDef
to wipe off dirt
Debugging
Headword:
ἀποσμάω
Headword (normalized):
ἀποσμάω
Headword (normalized/stripped):
αποσμαω
IDX:
4407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4409
Key:
a)posma/w
Data
{'content': 'ἀποσμάω\n to wipe off dirt, Luc.: Pass. to be wiped clean, Luc.', 'key': 'a)posma/w'}