Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀποσκιάζω
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκλῆναι
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσπάδιος
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
ἀποσπάς
View word page
ἀποσκώπτω
ἀποσκώπτω to banter, rally, τινά Plat.; ἀπ. εἴς τινα to jeer at one, Luc.
ShortDef
to banter, rally
Debugging
Headword:
ἀποσκώπτω
Headword (normalized):
ἀποσκώπτω
Headword (normalized/stripped):
αποσκωπτω
IDX:
4406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4408
Key:
a)poskw/ptw
Data
{'content': 'ἀποσκώπτω\n to banter, rally, τινά Plat.; ἀπ. εἴς τινα to jeer at one, Luc.', 'key': 'a)poskw/ptw'}