Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀποσκιάζω
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκλῆναι
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσπάδιος
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
ἀπόσπασμα
View word page
ἀποσκυλεύω
ἀποσκυλεύω to carry off as spoil from τί τινος Theocr.

ShortDef

to carry off as spoil from

Debugging

Headword:
ἀποσκυλεύω
Headword (normalized):
ἀποσκυλεύω
Headword (normalized/stripped):
αποσκυλευω
IDX:
4405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4407
Key:
a)poskuleu/w

Data

{'content': 'ἀποσκυλεύω\n to carry off as spoil from τί τινος Theocr.', 'key': 'a)poskuleu/w'}