Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικητέον
ἀδικία
ἀδίκιον
ἄδικος
ἀδινός
ἀδιόρθωτος
ἀδίστακτος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
ἀδολεσχέω
ἀδολέσχης
ἀδολεσχία
View word page
ἀδιόρθωτος
ἀδιόρθωτος διορθόω, cf. διορθωτής. not corrected, not set right, Dem.:—of books, unrevised, Cic.

ShortDef

not corrected, not set right

Debugging

Headword:
ἀδιόρθωτος
Headword (normalized):
ἀδιόρθωτος
Headword (normalized/stripped):
αδιορθωτος
IDX:
440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n440
Key:
a)dio/rqwtos

Data

{'content': 'ἀδιόρθωτος\n διορθόω, cf. διορθωτής.\n not corrected, not set right, Dem.:—of books, unrevised, Cic.', 'key': 'a)dio/rqwtos'}