Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἀβροτάζω
View word page
ἁβρόβιος
ἁβρόβιος living delicately, effeminate, Plut.
ShortDef
living delicately, effeminate
Debugging
Headword:
ἁβρόβιος
Headword (normalized):
ἁβρόβιος
Headword (normalized/stripped):
αβροβιος
IDX:
44
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n44
Key:
a(bro/bios
Data
{'content': 'ἁβρόβιος\n living delicately, effeminate, Plut.', 'key': 'a(bro/bios'}