Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀποσήπομαι
ἀποσιμόω
ἀπόσιτος
ἀποσιωπάω
ἀποσιώπησις
ἀποσκάπτω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκεπτέος
ἀποσκευάζω
ἀποσκηνέω
ἀπόσκηνος
ἀποσκηνόω
ἀποσκήπτω
ἀποσκιάζω
ἀποσκιασμός
ἀποσκίδνημι
ἀποσκλῆναι
ἀποσκοπέω
ἀποσκόπιος
ἀποσκυθίζω
ἀποσκυλεύω
View word page
ἀπόσκηνος
ἀπόσκηνος σκήνη encamping apart, messing alone, Xen.
ShortDef
encamping apart, messing alone
Debugging
Headword:
ἀπόσκηνος
Headword (normalized):
ἀπόσκηνος
Headword (normalized/stripped):
αποσκηνος
IDX:
4395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4397
Key:
a)po/skhnos
Data
{'content': 'ἀπόσκηνος\n σκήνη\n encamping apart, messing alone, Xen.', 'key': 'a)po/skhnos'}