Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀπορριγέω
ἀπορρινάω
ἀπορρίπτω
ἀπορροή
ἀπορροιβδέω
ἀπορροφέω
ἀπορρύπτω
ἀπόρρυτος
ἀπορρώξ
ἀπορφανίζω
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
ἀποσαλεύω
ἀποσαφέω
ἀποσβέννυμι
ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύω
ἀποσημαίνω
ἀποσήπομαι
ἀποσιμόω
View word page
ἀπόρφυρος
ἀπόρφυρος πορφύρα without purple border, Plut.

ShortDef

without purple border

Debugging

Headword:
ἀπόρφυρος
Headword (normalized):
ἀπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
απορφυρος
IDX:
4376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4378
Key:
a)po/rfuros

Data

{'content': 'ἀπόρφυρος\n πορφύρα\n without purple border, Plut.', 'key': 'a)po/rfuros'}