Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδιάφθορος
ἀδίδακτος
ἀδιέξοδος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικητέον
ἀδικία
ἀδίκιον
ἄδικος
ἀδινός
ἀδιόρθωτος
ἀδίστακτος
ἄδιψος
ἀδμής
ἄδμητος
ἀδόκητος
ἀδοκίμαστος
ἀδόκιμος
View word page
ἀδίκιον
ἀδίκιον From ἄδικος a wrong, wrong-dealing, Hdt. ἀδικίου γραφή, an action against public wrong-doers, Plut.

ShortDef

a wrong, wrong-dealing

Debugging

Headword:
ἀδίκιον
Headword (normalized):
ἀδίκιον
Headword (normalized/stripped):
αδικιον
IDX:
437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n437
Key:
a)di/kion

Data

{'content': 'ἀδίκιον\n From ἄδικος\n a wrong, wrong-dealing, Hdt.\n ἀδικίου γραφή, an action against public wrong-doers, Plut.', 'key': 'a)di/kion'}