Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορία
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραίω
ἀπορραντήριον
ἀπορράπτω
ἀπορραψῳδέω
ἀπορρέζω
ἀπορρέω
ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνυμι
ἀπόρρησις
ἀπόρρητος
View word page
ἀπορραίνω
ἀπορραίνω to spirt out, shed about, Hdt.
ShortDef
to spirt out, shed about
Debugging
Headword:
ἀπορραίνω
Headword (normalized):
ἀπορραίνω
Headword (normalized/stripped):
απορραινω
IDX:
4355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4357
Key:
a)porrai/nw
Data
{'content': 'ἀπορραίνω\n to spirt out, shed about, Hdt.', 'key': 'a)porrai/nw'}